αναθαρρεμένος

αναθαρρεμένος
η , ο см. ανάθαρρος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αναθαρρεμένος" в других словарях:

  • αναθαρρεύω — αναθαρρεύω, αναθάρρεψα, αναθαρρεμένος βλ. πίν. 17 και πρβλ. αναθαρρώ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανάθαρρος — η, ο ο αναθαρρεμένος (βλ. αναθαρρεύω) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»