αναθαρρεμένος
Смотреть что такое "αναθαρρεμένος" в других словарях:
αναθαρρεύω — αναθαρρεύω, αναθάρρεψα, αναθαρρεμένος βλ. πίν. 17 και πρβλ. αναθαρρώ … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανάθαρρος — η, ο ο αναθαρρεμένος (βλ. αναθαρρεύω) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)